Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
View word page
διαστείβω
go through, across

ShortDef

go through, across

Debugging

Headword:
διαστείβω
Headword (normalized):
διαστείβω
Headword (normalized/stripped):
διαστειβω
IDX:
22050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22051
Key:

Data

{'content': 'go through, across'}