Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
View word page
διασταυρόω
to fortify with a palisade

ShortDef

to fortify with a palisade

Debugging

Headword:
διασταυρόω
Headword (normalized):
διασταυρόω
Headword (normalized/stripped):
διασταυροω
IDX:
22049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22050
Key:

Data

{'content': 'to fortify with a palisade'}