Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
View word page
διαστατικός
separative, causing discord
ShortDef
separative, causing discord
Debugging
Headword:
διαστατικός
Headword (normalized):
διαστατικός
Headword (normalized/stripped):
διαστατικος
IDX:
22047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22048
Key:
Data
{'content': 'separative, causing discord'}