Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
View word page
διάστασις
a standing aloof, separation

ShortDef

a standing aloof, separation

Debugging

Headword:
διάστασις
Headword (normalized):
διάστασις
Headword (normalized/stripped):
διαστασις
IDX:
22046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22047
Key:

Data

{'content': 'a standing aloof, separation'}