Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
View word page
διαστασιάζω
to form into separate factions

ShortDef

to form into separate factions

Debugging

Headword:
διαστασιάζω
Headword (normalized):
διαστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
διαστασιαζω
IDX:
22045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22046
Key:

Data

{'content': 'to form into separate factions'}