Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
View word page
διασταλτικός
serving to distinguish

ShortDef

serving to distinguish

Debugging

Headword:
διασταλτικός
Headword (normalized):
διασταλτικός
Headword (normalized/stripped):
διασταλτικος
IDX:
22044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22045
Key:

Data

{'content': 'serving to distinguish'}