Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
View word page
διασταλτέον
one must distinguish

ShortDef

one must distinguish

Debugging

Headword:
διασταλτέον
Headword (normalized):
διασταλτέον
Headword (normalized/stripped):
διασταλτεον
IDX:
22043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22044
Key:

Data

{'content': 'one must distinguish'}