Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
View word page
διάσταλσις
arrangement, compact

ShortDef

arrangement, compact

Debugging

Headword:
διάσταλσις
Headword (normalized):
διάσταλσις
Headword (normalized/stripped):
διασταλσις
IDX:
22042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22043
Key:

Data

{'content': 'arrangement, compact'}