Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
View word page
διασταλμός
assessment for taxation

ShortDef

assessment for taxation

Debugging

Headword:
διασταλμός
Headword (normalized):
διασταλμός
Headword (normalized/stripped):
διασταλμος
IDX:
22041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22042
Key:

Data

{'content': 'assessment for taxation'}