Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
View word page
διάσταλμα
ordinance, regulation

ShortDef

ordinance, regulation

Debugging

Headword:
διάσταλμα
Headword (normalized):
διάσταλμα
Headword (normalized/stripped):
διασταλμα
IDX:
22040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22041
Key:

Data

{'content': 'ordinance, regulation'}