Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
View word page
διασταλάσσω
shed

ShortDef

shed

Debugging

Headword:
διασταλάσσω
Headword (normalized):
διασταλάσσω
Headword (normalized/stripped):
διασταλασσω
IDX:
22039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22040
Key:

Data

{'content': 'shed'}