Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
αἰνοδρυφής
Αἰνόθεν
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέτης
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνολόγος
αἰνόλυκος
αἰνομανής
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
Αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
View word page
αἰνόλεκτρος
fatally wedded

ShortDef

fatally wedded

Debugging

Headword:
αἰνόλεκτρος
Headword (normalized):
αἰνόλεκτρος
Headword (normalized/stripped):
αινολεκτρος
IDX:
2203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2204
Key:

Data

{'content': 'fatally wedded'}