Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
View word page
διαστάθμησις
standard

ShortDef

standard

Debugging

Headword:
διαστάθμησις
Headword (normalized):
διαστάθμησις
Headword (normalized/stripped):
διασταθμησις
IDX:
22038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22039
Key:

Data

{'content': 'standard'}