Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
View word page
διασταθμάομαι
to order by rule, regulate

ShortDef

to order by rule, regulate

Debugging

Headword:
διασταθμάομαι
Headword (normalized):
διασταθμάομαι
Headword (normalized/stripped):
διασταθμαομαι
IDX:
22037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22038
Key:

Data

{'content': 'to order by rule, regulate'}