Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
View word page
διαστάζω
leak
ShortDef
leak
Debugging
Headword:
διαστάζω
Headword (normalized):
διαστάζω
Headword (normalized/stripped):
διασταζω
IDX:
22036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22037
Key:
Data
{'content': 'leak'}