Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
View word page
διασταδόν
standing apart
ShortDef
standing apart
Debugging
Headword:
διασταδόν
Headword (normalized):
διασταδόν
Headword (normalized/stripped):
διασταδον
IDX:
22035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22036
Key:
Data
{'content': 'standing apart'}