Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
View word page
διασπουδάζω
to do zealously

ShortDef

to do zealously

Debugging

Headword:
διασπουδάζω
Headword (normalized):
διασπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
διασπουδαζω
IDX:
22034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22035
Key:

Data

{'content': 'to do zealously'}