Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
διασταλτέον
View word page
διασπορεύς
disperser

ShortDef

disperser

Debugging

Headword:
διασπορεύς
Headword (normalized):
διασπορεύς
Headword (normalized/stripped):
διασπορευς
IDX:
22033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22034
Key:

Data

{'content': 'disperser'}