Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
διασταλμός
διάσταλσις
View word page
διασπορά
dispersion

ShortDef

dispersion

Debugging

Headword:
διασπορά
Headword (normalized):
διασπορά
Headword (normalized/stripped):
διασπορα
IDX:
22032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22033
Key:

Data

{'content': 'dispersion'}