Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
διαστάθμησις
διασταλάσσω
διάσταλμα
View word page
διασπλεκόω
strengthened form of ‘have sex’, .. thoroughly

ShortDef

strengthened form of ‘have sex’, .. thoroughly

Debugging

Headword:
διασπλεκόω
Headword (normalized):
διασπλεκόω
Headword (normalized/stripped):
διασπλεκοω
IDX:
22030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22031
Key:

Data

{'content': 'strengthened form of ‘have sex’, .. thoroughly'}