Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
διασταθμάομαι
View word page
διασπείρω
to scatter abroad, throw about

ShortDef

to scatter abroad, throw about

Debugging

Headword:
διασπείρω
Headword (normalized):
διασπείρω
Headword (normalized/stripped):
διασπειρω
IDX:
22027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22028
Key:

Data

{'content': 'to scatter abroad, throw about'}