Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
διαστάζω
View word page
διασπάω
to tear asunder, part forcibly

ShortDef

to tear asunder, part forcibly

Debugging

Headword:
διασπάω
Headword (normalized):
διασπάω
Headword (normalized/stripped):
διασπαω
IDX:
22026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22027
Key:

Data

{'content': 'to tear asunder, part forcibly'}