Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
διασταδόν
View word page
διάσπαστος
incoherent, disconnected

ShortDef

incoherent, disconnected

Debugging

Headword:
διάσπαστος
Headword (normalized):
διάσπαστος
Headword (normalized/stripped):
διασπαστος
IDX:
22025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22026
Key:

Data

{'content': 'incoherent, disconnected'}