Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
διασπουδάζω
View word page
διασπαστέον
one must break up

ShortDef

one must break up

Debugging

Headword:
διασπαστέον
Headword (normalized):
διασπαστέον
Headword (normalized/stripped):
διασπαστεον
IDX:
22024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22025
Key:

Data

{'content': 'one must break up'}