Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
διασπορεύς
View word page
διασπασμός
tearing in pieces

ShortDef

tearing in pieces

Debugging

Headword:
διασπασμός
Headword (normalized):
διασπασμός
Headword (normalized/stripped):
διασπασμος
IDX:
22023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22024
Key:

Data

{'content': 'tearing in pieces'}