Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
διασπορά
View word page
διάσπασμα
a gap

ShortDef

a gap

Debugging

Headword:
διάσπασμα
Headword (normalized):
διάσπασμα
Headword (normalized/stripped):
διασπασμα
IDX:
22022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22023
Key:

Data

{'content': 'a gap'}