Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
διασπλεκόω
διασποδέω
View word page
διάσπασις
tearing asunder, forcible separation

ShortDef

tearing asunder, forcible separation

Debugging

Headword:
διάσπασις
Headword (normalized):
διάσπασις
Headword (normalized/stripped):
διασπασις
IDX:
22021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22022
Key:

Data

{'content': 'tearing asunder, forcible separation'}