Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διάσπιλος
View word page
διασπαρακτός
torn to pieces

ShortDef

torn to pieces

Debugging

Headword:
διασπαρακτός
Headword (normalized):
διασπαρακτός
Headword (normalized/stripped):
διασπαρακτος
IDX:
22019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22020
Key:

Data

{'content': 'torn to pieces'}