Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνόγαμος
αἰνογένεθλος
αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
αἰνοδρυφής
Αἰνόθεν
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέτης
αἰνολέων
αἰνόλινος
αἰνολόγος
αἰνόλυκος
αἰνομανής
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
View word page
αἰνόθρυπτος
sadly enervated (cf αἰνόδρυπτος)
ShortDef
sadly enervated (cf αἰνόδρυπτος)
Debugging
Headword:
αἰνόθρυπτος
Headword (normalized):
αἰνόθρυπτος
Headword (normalized/stripped):
αινοθρυπτος
IDX:
2201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2202
Key:
Data
{'content': 'sadly enervated (cf αἰνόδρυπτος)'}