Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
διασπείρω
View word page
διάσοφος
very wise
ShortDef
very wise
Debugging
Headword:
διάσοφος
Headword (normalized):
διάσοφος
Headword (normalized/stripped):
διασοφος
IDX:
22017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22018
Key:
Data
{'content': 'very wise'}