Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
διασπάω
View word page
διασοφίζομαι
to quibble like a sophist

ShortDef

to quibble like a sophist

Debugging

Headword:
διασοφίζομαι
Headword (normalized):
διασοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασοφιζομαι
IDX:
22016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22017
Key:

Data

{'content': 'to quibble like a sophist'}