Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
διάσπαστος
View word page
διασόβησις
trepidation
ShortDef
trepidation
Debugging
Headword:
διασόβησις
Headword (normalized):
διασόβησις
Headword (normalized/stripped):
διασοβησις
IDX:
22015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22016
Key:
Data
{'content': 'trepidation'}