Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
διασπασμός
διασπαστέον
View word page
διασοβέω
scare away

ShortDef

scare away

Debugging

Headword:
διασοβέω
Headword (normalized):
διασοβέω
Headword (normalized/stripped):
διασοβεω
IDX:
22014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22015
Key:

Data

{'content': 'scare away'}