Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
διάσπασμα
View word page
διάσμυρνον
eyesalves
ShortDef
eyesalves
Debugging
Headword:
διάσμυρνον
Headword (normalized):
διάσμυρνον
Headword (normalized/stripped):
διασμυρνον
IDX:
22012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22013
Key:
Data
{'content': 'eyesalves'}