Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασις
View word page
διασμιλεύω
to polish off with the chisel

ShortDef

to polish off with the chisel

Debugging

Headword:
διασμιλεύω
Headword (normalized):
διασμιλεύω
Headword (normalized/stripped):
διασμιλευω
IDX:
22011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22012
Key:

Data

{'content': 'to polish off with the chisel'}