Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
View word page
διασμήχω
to rub well
ShortDef
to rub well
Debugging
Headword:
διασμήχω
Headword (normalized):
διασμήχω
Headword (normalized/stripped):
διασμηχω
IDX:
22010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22011
Key:
Data
{'content': 'to rub well'}