Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
διάσοφος
διασπαθάω
διασπαρακτός
View word page
διασμάω
to wipe

ShortDef

to wipe

Debugging

Headword:
διασμάω
Headword (normalized):
διασμάω
Headword (normalized/stripped):
διασμαω
IDX:
22009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22010
Key:

Data

{'content': 'to wipe'}