Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
διασοφίζομαι
View word page
διασκορπιστικός
dissipative

ShortDef

dissipative

Debugging

Headword:
διασκορπιστικός
Headword (normalized):
διασκορπιστικός
Headword (normalized/stripped):
διασκορπιστικος
IDX:
22006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22007
Key:

Data

{'content': 'dissipative'}