Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
διασόβησις
View word page
διασκορπισμός
scattering, dispersal

ShortDef

scattering, dispersal

Debugging

Headword:
διασκορπισμός
Headword (normalized):
διασκορπισμός
Headword (normalized/stripped):
διασκορπισμος
IDX:
22005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22006
Key:

Data

{'content': 'scattering, dispersal'}