Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
διασοβέω
View word page
διασκόρπισις
scattering abroad

ShortDef

scattering abroad

Debugging

Headword:
διασκόρπισις
Headword (normalized):
διασκόρπισις
Headword (normalized/stripped):
διασκορπισις
IDX:
22004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22005
Key:

Data

{'content': 'scattering abroad'}