Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
διάσμυρνον
διασμύχομαι
View word page
διασκορπίζω
to scatter abroad

ShortDef

to scatter abroad

Debugging

Headword:
διασκορπίζω
Headword (normalized):
διασκορπίζω
Headword (normalized/stripped):
διασκορπιζω
IDX:
22003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22004
Key:

Data

{'content': 'to scatter abroad'}