Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
διασμιλεύω
View word page
διασκοπέω
to look at in different ways, to examine
ShortDef
to look at in different ways, to examine
Debugging
Headword:
διασκοπέω
Headword (normalized):
διασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
διασκοπεω
IDX:
22001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22002
Key:
Data
{'content': 'to look at in different ways, to examine'}