Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
διασμήχω
View word page
διασκιρτάω
to leap about

ShortDef

to leap about

Debugging

Headword:
διασκιρτάω
Headword (normalized):
διασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
διασκιρταω
IDX:
22000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22001
Key:

Data

{'content': 'to leap about'}