Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
διασμάω
View word page
διασκηρίπτω
to prop on each side, to prop up
ShortDef
to prop on each side, to prop up
Debugging
Headword:
διασκηρίπτω
Headword (normalized):
διασκηρίπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκηριπτω
IDX:
21999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22000
Key:
Data
{'content': 'to prop on each side, to prop up'}