Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
δίασμα
View word page
διασκηνόω
pitch tents at intervals; disperse to one’s own quarters

ShortDef

pitch tents at intervals; disperse to one’s own quarters

Debugging

Headword:
διασκηνόω
Headword (normalized):
διασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
διασκηνοω
IDX:
21998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21999
Key:

Data

{'content': 'pitch tents at intervals; disperse to one’s own quarters'}