Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
διασκορπισμός
διασκορπιστικός
διασκώπτω
View word page
διασκηνίπτω
crush, destroy
ShortDef
crush, destroy
Debugging
Headword:
διασκηνίπτω
Headword (normalized):
διασκηνίπτω
Headword (normalized/stripped):
διασκηνιπτω
IDX:
21997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21998
Key:
Data
{'content': 'crush, destroy'}