Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
διασκορπίζω
διασκόρπισις
View word page
διασκέω
to deck out
ShortDef
to deck out
Debugging
Headword:
διασκέω
Headword (normalized):
διασκέω
Headword (normalized/stripped):
διασκεω
IDX:
21994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21995
Key:
Data
{'content': 'to deck out'}