Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
διασκιρτάω
διασκοπέω
διασκοπιάομαι
View word page
διασκευωρέω
revise, rehandle

ShortDef

revise, rehandle

Debugging

Headword:
διασκευωρέω
Headword (normalized):
διασκευωρέω
Headword (normalized/stripped):
διασκευωρεω
IDX:
21992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21993
Key:

Data

{'content': 'revise, rehandle'}