Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
διασκηρίπτω
View word page
διασκευαστής
reviser, editor

ShortDef

reviser, editor

Debugging

Headword:
διασκευαστής
Headword (normalized):
διασκευαστής
Headword (normalized/stripped):
διασκευαστης
IDX:
21989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21990
Key:

Data

{'content': 'reviser, editor'}