Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασκέδασις
διασκεδασμός
διασκεδαστής
διασκεδαστικός
διασκελίζομαι
διάσκεμμα
διασκεπάζω
διασκεπτέον
διασκεπτικός
διασκέπτομαι
διασκευάζω
διασκευαστής
διασκευαστικός
διασκευή
διασκευωρέω
διάσκεψις
διασκέω
διασκηνέω
διασκηνητέον
διασκηνίπτω
διασκηνόω
View word page
διασκευάζω
to get quite ready, equip

ShortDef

to get quite ready, equip

Debugging

Headword:
διασκευάζω
Headword (normalized):
διασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
διασκευαζω
IDX:
21988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21989
Key:

Data

{'content': 'to get quite ready, equip'}